About

Η ηλεκτρονική σχολική εφημερίδα των μαθητών της έκτης τάξης με ειδήσεις , σχόλια, συνεντεύξεις και άλλα ενδιαφέροντα.

Ο Γανωτής

από την μαθήτρια του ΣΤ3, Ηλιάνα Α.

   Γανωτής ή  γανωματής είναι αυτός που γανώνει χάλκινα σκεύη
   Η τέχνη του γανωματή χάνεται στα βάθη των αιώνων και είναι από τα πιο παλιά επαγγέλματα που υπάρχουν. Αν και η χρήση του κασσίτερου είναι γνωστή από την αρχαιότητα, το επάγγελμα καθιερώθηκε στα τέλη της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας και γνώρισε την ακμή του στην εποχή του Βυζαντίου.
   Γάνωμα χρειάζονται όλα τα χάλκινα σκεύη (τεντζερέδες, τηγάνια, κουτάλια και πιρούνια, ταψιά και μπρίκια κλπ.) Το εργαστήριό του γανωτή είχε όλα τα απαραίτητα υλικά και εργαλεία: Το καλάι, κασσίτερος, το σπίρτο Υδροχλωρικό Οξύ, το αμόνι, η μασιά με την οποία κρατά το σκεύος πάνω από τη φωτιά και ο ταβάς, ένα μεγάλο ταψί, που μέσα ρίχνει τα περισσεύματα από το καλάι, για να τα ξαναχρησιμοποιήσει. Σε μια άκρη υπάρχει το καμίνι, όπου θερμαίνονται τα σκεύη.
  Για την συντήρηση ή επισκευή των χάλκινων αντικειμένων χρησιμοποιούνται ράβδοι από κασσίτερο, οι οποίες πριν λιώνονται στο καμίνι και με ειδικά σφυριά απλώνονται πάνω στο σκεύος και καλύπτουν τα βαθουλώματα. Η επιφάνεια του σκεύους με το πέρασμα του χρόνου παίρνει ένα χρώμα που μοιάζει με ασήμι.
   Ο γανωτής πρώτα καθαρίζει καλά τα σκεύη από τις σκουριές και τις πράσινες σκιές. Το μέσα μέρος το καθαρίζει με το σπίρτο κεζάπι κι έπειτα το τρίβει με άμμο ή με κουρασάνι (=τριμμένο κρεμμύδι). Μετά κρατά το σκεύος με την τσιμπίδα πάνω από τη φωτιά και ρίχνει μέσα το νησιαντήρι (=χλωριούχο αμμώνιο), για να στρώσει καλύτερα το καλάι πάνω στο χάλκωμα. Στη συνέχεια, το σκουπίζει καλά και μετά απλώνει το λιωμένο καλάι σε όλη την επιφάνεια του σκεύους με τη βοήθεια ενός χοντρού βαμβακερού υφάσματος. Για να παγώσει πιο γρήγορα το καλάι ρίχνει κρύο νερό και το σκουπίζει με καθαρό βαμβάκι για να γυαλίσει.
   Ετυμολογία λέξης: Το μεσαιωνικό ρήμα γανώνω (= επικαλύπτω χάλκινο σκεύος με κασσίτερο για να το προφυλάξω από την οξείδωση), το οποίο προέρχεται από το ρήμα της αρχαίας γανόω, -ώ (= γυαλίζω, στιλπνώνω, επικασσιτερώνω). Γάνα ονομάζεται η, συνήθως πρασινωπή, σκουριά που επικαλύπτει τα σκεύη που δεν έχουν γανωθεί, γαλβανιστεί & γανωματάς/ γανωματής/ γανωτής ή γανωτζής αυτός που γανώνει τα σκεύη.

Άλλες ονομασίες:

Στην Πρέβεζα: Καλατζής ή Κασαρωτής.

Στην Κεφαλλονιά και την Κέρκυρα: Σταγκωτής.



Πηγή: livepedia.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου